Ήταν
τότε που έχασε τη δουλειά του. Κάθε πρωί έβγαινε έξω να πάρει αέρα, το
σπίτι δεν τον χώραγε. Μια μέρα έφτασε έξω από το νοσοκομείο και, χωρίς
να το σκεφτεί, μπήκε μέσα. Θυμάται τώρα πως έκατσε σε ένα άδειο παγκάκι
κάτω από ένα δέντρο, στο προαύλιο, στητός, με τα χέρια σταυρωμένα και
κάποια στιγμή ένιωσε το πρόσωπό του να μουσκεύει από δάκρυα. Έτσι βουβός
κι ακίνητος έκλαψε ώρα πολύ, ώσπου ένιωσε πως δεν θέλει άλλο και
επέστρεψε σπίτι του. Το επόμενο πρωί, σηκώθηκε, ντύθηκε και ξεκίνησε
πάλι για το νοσοκομείο.
Η
διαδρομή από το σπίτι στο νοσοκομείο έγινε η καθημερινή ρουτίνα του.
Συνεσταλμένος από τη φύση του, στην αρχή καθόταν παράμερα και
παρατηρούσε τον κόσμο που μπαινόβγαινε: τι φορούσαν, πώς περπατούσαν,
πώς έμοιαζαν. Απεγνωσμένοι, αδιάφοροι, χαρούμενοι, έκλαιγαν, ή είχαν
μόλις κλάψει; Έστηνε αφτί να ακούσει τις συζητήσεις τους, να μάθει το
λόγο που βρίσκονταν εκεί. Ποιοι έμπαιναν στο ξωκλήσι, οι νέοι ή οι
γέροι; Κάθονταν ώρα, προσεύχονταν, παρακαλούσαν τον Θεό να τους λυπηθεί;
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πάλευαν με την αρρώστια, το θάνατο και την
απώλεια, του προκαλούσαν μια ανακουφιστική θλίψη.
Οι τραγικές ιστορίες που επινοούσε έκαναν τους συνομιλητές του να μη νιώθουν τόσο μόνοι, τόσο μοναδικά άτυχοι.
Σιγά-σιγά
ξεθάρρεψε. Άρχισε να συχνάζει στην καφετέρια όπου ήταν πιο εύκολο να
πιάσει κουβέντα. Συνειδητοποίησε πως οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται στην
ανάγκη, ανοίγονται πιο εύκολα. Και αυτός ήταν εκεί να τους ακούσει. Τους
πρόσφερε παρηγοριά, κατανόηση, συμπαράσταση, συνέπασχε με το προσωπικό
δράμα της κάθε οικογένειας. Βίωνε, φυσικά, κι αυτός το δικό του δράμα.
Κάθε φορά διαφορετικό. Σε όσους είχαν άνθρωπο στα τελευταία του, διάλεγε
να διηγηθεί μια ιστορία βαριά, αδιέξοδη, χωρίς καλό τέλος. Κανείς δεν
ήξερε τι περνούσε, τους έλεγε βουρκωμένος, πόσο έχει υποφέρει τα
τελευταία χρόνια εξαιτίας της ασθένειας της μητέρας του, της αδερφής
του, της γυναίκας του, κάθε φορά ο πρωταγωνιστής άλλαζε και οι τραγικές
ιστορίες που επινοούσε έκαναν τους συνομιλητές του να μη νιώθουν τόσο
μόνοι, τόσο μοναδικά άτυχοι.
Με
κάποιους συνδέθηκε πιο στενά. Τους συμπαραστάθηκε σαν να ήτανε δικός
τους άνθρωπος και κάθε μέρα περίμενε με αγωνία να μάθει νέα. Κάποιοι
γίνονταν καλά και έβγαιναν από εκεί μέσα, κάποιοι όχι. Ό,τι όμως κι αν
συνέβαινε στο μακάβριο κόσμο του νοσοκομείου, όταν επέστρεφε σπίτι,
ένιωθε σα να είχε μόλις βγει από ένα καθαρτικό μπάνιο που απομάκρυνε
κάθε κακή σκέψη και διάθεση.
Μια
μέρα βροχερή και με πολύ κρύο, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να
μπει στους θαλάμους. Προτίμησε να ξεκινήσει με την παθολογική κλινική,
στη δυτική πτέρυγα, όπου τα περιστατικά θα ήταν πολλά και θα περνούσε
απαρατήρητος. Ήταν ημέρα εφημερίας με μεγάλη κινητικότητα και στους
βαμμένους με μπεζ λαδομπογιά τοίχους αναπηδούσε μια συνεχής βοή από
ανθρώπινες φωνές και ομιλίες. Εκεί μέσα μύριζε οξυζενέ και κλεισούρα. Τα
κρεβάτια ήταν όλα πιασμένα, οι τηλεοράσεις έπαιζαν στη διαπασών, οι
νοσηλεύτριες πηγαινοέρχονταν και τα ανατομικά τους τσόκαρα έβγαζαν ένα
πνιχτό ήχο πάνω στο μωσαϊκό. Του φαινόταν πως σε κάθε δωμάτιο
εκτυλισσόταν μια διαφορετική εκδοχή του ίδιου έργου κι εκείνος, που στην
πραγματικότητα δεν είχε καμία δουλειά να βρίσκεται εκεί, ένιωθε πως δεν
μπορούσε να είναι πουθενά αλλού.
Συνειδητοποίησε
πως οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται στην ανάγκη, ανοίγονται πιο εύκολα.
Και αυτός ήταν εκεί να τους ακούσει. Τους πρόσφερε παρηγοριά, κατανόηση,
συμπαράσταση…
Περνούσε
από το δωμάτιο 302 όταν τον είδε. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Ήταν ο μόνος
που δεν είχε επισκέπτες και από το κρεβάτι του, που ήταν δίπλα στο
παράθυρο, κοιτούσε ανέκφραστος την απέναντι, ανακαινισμένη πτέρυγα. Ήταν
πολύ γέρος, αποστεωμένος, με ρουφηγμένα μάγουλα και τα χείλια του ήταν
μια λεπτή, ευθεία γραμμή. Με λίγα, ανάκατα κάτασπρα μαλλιά και χέρια
αδύνατα σαν καλάμια, φορούσε μόνο μια άσπρη φανέλα, παρ’ όλο το κρύο.
Δεν
ήξερε γιατί, αλλά μόλις τον είδε του ήρθε στο μυαλό εκείνος ο
γλωσσοδέτης που έλεγε όταν ήταν μικρός, 5-6 χρονών και καμάρωνε που τα
κατάφερνε, «άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη» και μαζί η
ξεθωριασμένη εικόνα του εαυτού του, ένα μεσημεριάτικο καλοκαίρι στο
σπίτι των παππούδων, να φορά μια λευκή φανέλα και ένα λευκό βρακί και να
τρέχει άσκοπα εδώ και εκεί, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά αυτά τα
λόγια.
Εκείνη
τη μέρα η επιστροφή στο σπίτι δεν συνοδεύτηκε από τη γνωστή ανακούφιση.
Αντίθετα, ένιωθε εκνευρισμένος. Δεν έφαγε και ο ύπνος του ήταν
ταραγμένος, και με την έναρξη του πρωινού επισκεπτηρίου ήταν έξω από το
δωμάτιο 302. Θυμάται, τώρα, πως μπήκε μέσα και η καρδιά του χτυπούσε
δυνατά με την απόφασή του, το θράσος του, και πλησίασε στο κρεβάτι του
ηλικιωμένου άντρα που έμοιαζε να κοιμάται.
Θυμάται
επίσης πως μια γυναίκα του απηύθυνε τον λόγο, του είπε «είστε συγγενής
του κυρίου; Καλά κάνατε και ήρθατε, τόσες μέρες εδώ δεν έχει έρθει
κανένας να τον δει» και αυτός της απάντησε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο
«ναι, είμαι ο γιος του, ήρθα κατευθείαν από το αεροδρόμιο, μένω βλέπετε
στο εξωτερικό και οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις δεν μου επέτρεψαν
να έρθω νωρίτερα, τώρα όμως είμαι εδώ». Και με αυτήν την τρελή, παράλογη
τροπή που έδωσε ο ίδιος στα πράγματα, απόκτησε ξανά έναν πατέρα, έναν
πατέρα που δεν έμοιαζε με τον δικό του, που δεν μπορούσε να μιλήσει πια,
αλλά που ήταν μόνος, χωρίς κανέναν να τον φροντίζει.
Του
έφερε από το σπίτι πιτζάμες και τη ζεστή μπλε ρόμπα που ο πραγματικός
του πατέρας συνήθιζε να φορά όταν διάβαζε στο σαλόνι, σταυροπόδι και
πάντα με το ένα χέρι στο στήθος. Κάθε μέρα του αγόραζε νόστιμα φαγητά,
λιχουδιές όπως πατάτες τηγανητές, μπιφτέκια και κοτόπουλα σχάρας, τα
έκοβε κομματάκια μικρά, τα έλιωνε σχεδόν με το πιρούνι και τον τάιζε στο
στόμα με προσοχή, γιατί ο άγνωστος, ηλικιωμένος άντρας δεν είχε πολλά
δόντια και το εγκεφαλικό δυσκόλευε την κατάποση. Γι’ αυτό του έδινε και
νερό με καλαμάκι, να μην πιει μεγάλη γουλιά και πνιγεί. Του πήρε
σφουγγάρι, σαπούνι πράσινο, όχι γιατί ήταν φτηνότερο αλλά γιατί
φαντάστηκε πως, λόγω ηλικίας, με αυτό θα είχε συνηθίσει να πλένεται και
με μια μικρή λεκάνη με χλιαρό νερό κάθε τόσο τον έκανε μπάνιο, ύστερα
του έτριβε το σώμα με αμυγδαλέλαιο και του φόραγε καθαρά εσώρουχα.
Στην
αρχή, ο γέρος ήταν καχύποπτος απέναντι σε αυτόν τον νεαρό άντρα που
εμφανίστηκε από το πουθενά και παρίστανε τον γιο του. Καθώς δεν μπορούσε
πια να μιλήσει, αντιδρούσε με το βλέμμα και η φωνή του έβγαινε από το
λαρύγγι του ακατέργαστη, δίχως λέξεις, κυματιστή και φοβισμένη.
Σιγά-σιγά όμως ησύχασε, γιατί ο ξένος άντρας ήταν επίμονος,
καθησυχαστικός και τον φρόντιζε, το δίχως άλλο. Τις πρώτες μέρες, έσκυβε
προς το μέρος του και του έλεγε ψιθυριστά, να μην τους ακούσουν οι
άλλοι, πως ήθελε να τον βοηθήσει, έτσι μόνος που ήταν, χωρίς κανέναν,
πως δεν ζητούσε τίποτα για αντάλλαγμα και πως θα ερχόταν κάθε μέρα και
για όσο χρειαζόταν.
Με
αυτή την τρελή, παράλογη τροπή που έδωσε ο ίδιος στα πράγματα, απόκτησε
ξανά έναν πατέρα, έναν πατέρα που δεν έμοιαζε με τον δικό του…
Και
με τον καιρό, την ώρα που του χτένιζε τα μαλλιά, ή τον τάιζε στο στόμα,
άρχισε, δειλά-δειλά, να του λέει ιστορίες από τη ζωή του. Ψιθυριστά κι
αυτές, κοντά στο αυτί του μιλούσε. Κι ο ηλικιωμένος άντρας τον κοίταζε
με βλέμμα που όλο και μαλάκωνε, γινόταν πιο γλυκό, τον καταλάβαινε και
τον συμπονούσε. Έτσι δέθηκαν οι δυο τους, με λόγια και πράξεις από τη
μια πλευρά, και βλέμματα αγάπης και ευγνωμοσύνης από την άλλη. Θυμάται
τώρα πως, μια μέρα, ο γέρος του έσφιξε το χέρι με όση δύναμη του είχε
απομείνει και τα χείλια του άνοιξαν σε ένα αδιόρατο χαμόγελο και τα
μάτια του κοκκίνησαν και ήταν υγρά.
Και
θυμάται και εκείνη την άλλη μέρα που έξω λυσσομανούσε ο αέρας κι έκανε
κρύο πολύ, κι έβρεχε και οι δρόμοι είχαν αδειάσει και στο νοσοκομείο οι
επισκέπτες ήταν μόνο οι απαραίτητοι, θυμάται πως μπήκε στο δωμάτιο και
το κρεβάτι ήταν άδειο και ο ηλικιωμένος δεν ήταν εκεί και πώς να ρωτήσει
τι έγινε, ως υποτιθέμενος γιος θα έπρεπε να ξέρει, και βγήκε τρέχοντας
έξω και ύστερα από αυτό δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να ξαναπάει στο
δωμάτιο 302 της δυτικής πτέρυγας, το κρεβάτι άδειασε για λίγο μέχρι να
έρθει κάποιος άλλος, κι εκείνος βρέθηκε πάλι στο προαύλιο, στο παγκάκι
κάτω από το δέντρο, στητός, με τα χέρια σταυρωμένα να κοιτάει ευθεία
μπροστά και να νιώθει τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του καυτά, άλλη
μια φορά, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν όπως τις προηγούμενες, γιατί
τώρα, δίπλα στην απώλεια που μέχρι τότε τον όριζε, είχε φωλιάσει και
κάτι άλλο, κάτι καλό που του ζέσταινε το μέσα του και έτσι άφησε αυτό το
νέο, αχαρτογράφητο συναίσθημα να τον καταλάβει, ώσπου δεν ένιωθε πια
την παγωμένη βροχή και το κρύο.