Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Έχεις ετοιμαστεί για τον θάνατο;

Ξένος και παρεπίδημος ει επί της γης" (παράβαλλε Έ6ρ. 11. 13). Δεν θ' αργήσεις ν' αποδημήσεις από τον μάταιο τούτο κόσμο. Να θυμάσαι λοιπόν πάντοτε τον θάνατο, και τότε ούτε με τα παρόντα και πρόσκαιρα θα δεθής, ούτε θ' αμαρτήσεις: "μιμνήσκου τα έσχατα σου, και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις" (Σοφ. Σειρ. 7. 36).

Φέρνε συχνά στον νου σου με φόβο και τρόμο την ώρα της εμφανίσεως σου στο αδέκαστο κριτήριο του Θεού. Εκεί θα κριθούν όλοι δίκαια και απροσωπόληπτα, "Βασιλεύς ή στρατιώτης ή πλούσιος ή πένης". Εκεί θα βρίσκονται όλοι εξισωμένοι, γυμνωμένοι από πι δόξα, τον πλούτο, την εξουσία. "Επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται". Η βασιλεία των ουρανών θα είναι ανοιχτή για όλους. Όμως "ου μη εισέλθει εις αυτήν παν κοινόν και ο ποιων βδέλυγμα" (Αποκ. 21. 27).

Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις! Αν δηλαδή πριν από τον Βιολογικό σου θάνατο γίνεις νεκρός ως προς την αμαρτία, τότε το τέλος της επιγείου ζωής σου δεν θα είναι θάνατος, αλλά μετάβαση σε μιαν άλλη ατελεύτητη και μακαρία ζωή. Θα μπορείς τότε, την ώρα της εξόδου σου, να πείς με παρρησία στον Κύριο: "Έτοιμη η καρδία μου, ο Θεός, έτοιμη η καρδία μου. Άσομαι και ψάλω εν τη δόξη μου" (Ψαλμοί 56. 8).

Μην αιχμαλωτίζεσαι από την πρόσκαιρη ομορφιά και μην παρασύρεσαι από τη σαρκική επιθυμία. Κοίτα "εν τοις τάφοις κειμένην την κατ' εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξο, μη έχουσαν είδος". Γη και σποδός καταντά η ομορφιά του ανθρώπου. Και το δικό σου κάλλος θα μαραθεί σαν άνθος και θα χαθεί σαν σκιά.

Μη νομίζεις ότι ο θάνατός σου είναι μακριά. Μη σκέπτεσαι πως έχεις ακόμα πολλά χρόνια ζωής.

Όχι! Είναι δίπλα σου ο θάνατος και καραδοκεί. Το δρεπάνι του αγγίζει κιόλας τις ρίζες του δένδρου της ζωής σου. Το δικαστήριο είναι έτοιμο για να σε κρίνει. Ο τάφος σου είναι ανοιχτός. Η γη σε περιμένει ανυπόμονα. Βλέπεις τους ανθρώπους γύρω σου καθημερινά να πεθαίνουν, ξεχνάς όμως ότι κάποια στιγμή θα βρεθής κι εσύ στην ίδια θέση. "Τις εστίν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον; ρύσεται την ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου;" (Ψαλμοί 88. 49). Πέθαναν οι Βασιλείς, οι κυβερνήτες, οι άρχοντες… Πέθαναν και οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι δίκαιοι, οι ιεράρχες, οι όσιοι, όλοι οι Άγιοι. Κοινός κλήρος όλων ο θάνατος. Μην ξεχνιέσαι. Έρχεται και η δική σου σειρά.

Γι΄ αυτό κάθε μέρα, κάθε ώρα να είσαι έτοιμος γι΄ αυτή τη μεγάλη, τη φοβερή στιγμή. Φυλάκισε μέσα στο μυαλό σου τη μνήμη του θανάτου. Μην είσαι ποτέ αμέριμνος. Άκουσε τι μας λέει ο Κύριος: "Γρηγορείτε, ότι ουκ οίδατε ποια ώρα ο Κύριος υμών έρχεται… Γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκειτε ο Υιός του ανθρώπου έρχεται" (Ματθαίος 24. 42, 44). Σαν τον κλέφτη θα έρθη ο θάνατος.

 Όταν δεν θα τον περιμένεις. Όταν θα έχεις παρασυρθεί από τις βιοτικές μέριμνες. Σ' αυτή τη θέση βρέθηκε εκείνος που θέλησε να γκρεμίσει τις αποθήκες του και να χτίσει μεγαλύτερες, εκείνος που άκουσε το τρομερό: " άφρον ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, ά δε ητοίμασας τίνι έσται;" (Λουκάς 12. 20). Παρόμοια θ' ακούσει και κάθε άλλος άνθρωπος "θησαυρίζων εαυτώ. Και μη εις Θεόν πλουτών" (Λουκάς 12. 21).

Ο θάνατος για τους δικαίους δεν είναι συμφορά, αλλ' αντίθετα απελευθέρωσις από την τυραννία των παθών και αιώνια πνευματική ένωσις με τον Κύριο. Η παρούσα ζωή και ο ακατάπαυστος πόλεμος των παθών συσσωρεύουν πολύ κόπο στην ψυχή. Ο κατά Θεόν θάνατος είναι ανάπαυσις της ψυχής από τους κόπους. Μη φοβάσαι λοιπόν τον θάνατο, μόνο να είσαι έτοιμος κάθε στιγμή για τον ερχομό του.

Πώς θα ετοιμαστείς για τον θάνατο; Αποφεύγοντας την αμαρτία και αγαπώντας τον Κύριο μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς σου.

Δεν βρίσκω άλλο μεγαλύτερο κακό από την αμαρτία, Γιατί φέρνει τον χωρισμό και την αποξένωση από τον Κύριο. Δεν βρίσκω άλλο μεγαλύτερο καλό από την καθαροί της ψυχής, που οδηγεί στην ένωση με τον Θεό, στη Βασιλεία των ουρανών.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από τον σωματικό θάνατο που οδηγεί στην αιώνια κόλαση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευφροσύνη από τον σωματικό θάνατο που οδηγεί στον παράδεισο, στα χέρια του Θεού.

Τι είναι λοιπόν θάνατος; Ο τέλειος χωρισμός από τον Θεό. Τι είναι λοιπόν ζωή; Η τέλεια ένωσις με τον Θεό.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Η πόλη και οι επαναστάτες

Υπήρχε κάποτε μια πόλη κατάφωτη, με πολλούς κατοίκους και υπουργούς. Είχε και έναν Βασιλιά πανίσχυρο, σοφό και ειρηνικό. Τόσο ειρηνικό, που οι σοφοί του νόμοι, ποτέ δεν επιβάλλονταν, μόνο άφηνε τους υπηκόους του ελεύθερους να επιλέξουν αν θα τους ακολουθήσουν ή όχι. Και σπάνια τιμωρούσε την παρανομία, αλλά και όταν τιμωρούσε, το έκανε με τρόπο και για λόγο παιδαγωγικό, και ποτέ για εκδίκηση του φταίχτη.

Η πόλη ήταν μεγάλη, και οι πολλοί της κάτοικοι, ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, που λόγω της ελευθερίας, ζούσαν σ' αυτή την πόλη, μα πολλοί απ' αυτούς, μόνο για να εκμεταλλεύονται αυτή την ελευθερία που τους δινόταν. Το ίδιο έκαναν και μερικοί από τους υπουργούς του Βασιλιά. Αντί να είναι φύλακες και παραδείγματα του νόμου, σκανδάλιζαν τους πολίτες δίνοντας παραδείγματα παρανομίας και εκμετάλλευσης της ελευθερίας τους.

Ο σοφός Βασιλιάς τα ήξερε όλα αυτά. Όμως δεν επενέβαινε, γιατί με τη σοφία του γνώριζε τη δύναμη της ελευθερίας και της αγάπης, και ήξερε απ' την αρχή το τέλος.
Στο κέντρο της πόλης υπήρχε το παλάτι του Βασιλιά. Κι όσοι κατοικούσαν κοντά του, ήταν άνθρωποι πιστοί σ' αυτόν, και της εμπιστοσύνης του. Μα όσο απομακρύνονταν οι κάτοικοι, και ειδικά αυτοί που κατοικούσαν στα όρια της πόλης, ήταν άνθρωποι τυχοδιώκτες και περιθωριακοί. Και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν καλύτερα τον Βασιλιά. Το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν να εκμεταλλεύονται με παρανομίες την ελευθερία τους, και να δικαιολογούν αυτή τη στάση, με το παράδειγμα των λιγοστών υπουργών που έκαναν το ίδιο.

Όμως εχθροί της πόλης φθονήσανε τον Βασιλιά, και στείλαν κατασκόπους στη φωτισμένη πόλη. Κι αυτοί πλησίασαν τα πρώτα σπίτια των περιθωριακών. Τους έκαναν το φίλο, και άλλοι άρχισαν να κατηγορούν το Βασιλιά για τα κακά της πόλης, ενώ οι πιο πονηροί, κατηγορούσανε τους υπουργούς του, πως έφταιγαν για κάθε τι κακό και άνομο. Έλεγαν πως η πόλη είναι εντελώς διεφθαρμένη, και η ελευθερία αυτή ήταν υπερβολική. Τόσο υπερβολική, που έκανε κακό στους κατοίκους της. Και πως απελευθέρωση απ' αυτή την άνομη καταδίκη, θα είχαν όσοι ανέπνεαν τον αέρα της πραγματικής ελευθερίας, της ηθικής ελευθερίας, ζώντας έξω από την πόλη, στα βουνά, μακριά από τους πονηρούς υπουργούς, ή από τον άτολμο αυτόν Βασιλιά. Και πολλοί από τους περιθωριακούς της πόλης, που ζούσαν μακριά από τον Βασιλιά, πιστέψανε στα λόγια τους, και τους ακολούθησαν έξω από την πόλη, στα γύρω κακοτράχαλα βουνά.

Εκεί οι περιθωριακοί, έφτιαξαν νόμους άτεγκτους, και πλήθος συμμορίες. Κι οι πρώτοι πήραν εξουσίες, και ένιωθαν σπουδαίοι και μεταρρυθμιστές. Καυχιόνταν για τους νόμους τους άτεγκτους που έφτιαξαν, και για την ηθική ελευθερία που απολάμβαναν μακριά από τη διεφθαρμένη πόλη. Και καθημερινό τους μέλημα, ήταν να αυξήσουν την εξουσία τους πάνω σε περισσότερους ανθρώπους. Έφτιαξαν έτσι κλέφτικο στρατό, και έστελναν στην πόλη, στα όρια της πόλης, να αιχμαλωτίζουν περισσότερους κατοίκους, και να τους σέρνουν δούλους στα βουνά, να υπηρετούν τη ματαιοδοξία τους.

Οι επιθέσεις τους οι ληστρικές, ποτέ δεν γίνονταν μέσα στην πόλη. Μα μόνο έξω - έξω, στους απομονωμένους και μακρινούς από το Βασιλιά κατοίκους. Γιατί πιο μέσα, υπήρχε αντίσταση, και οι κάτοικοι αγαπούσανε την πόλη τους και το Βασιλιά τους. Κι ας ήτανε χωρίς στρατό η πόλη.

Μα κι απ' τους περιθωριακούς, άλλοι αμπάρωναν την πόρτα τους, άλλοι τους έβριζαν, κι άλλοι τους πολεμούσαν. Μα κι απ' αυτούς πολλοί στο τέλος γίνονταν λεία των αποστατών της πόλης. Γιατί δεν αγαπούσανε πραγματικά τον Βασιλιά τους, και δεν εκτιμούσαν την ελευθερία τους.

Σέρναν τα θύματά τους οι επαναστάτες στα κακοτράχαλα βουνά, και τους δούλωναν σε βαριούς νόμους, τέτοιους που ούτε οι ίδιοι οι νομοθέτες δεν ήταν δυνατόν να τους τηρήσουν άψογα. Και όποιον έπιαναν να τους παραβιάζει, τον έδερναν και τον μαστίγωναν αλύπητα. Έτσι οι πρώην παράνομοι και περιθωριακοί κάτοικοι της πόλης, που τώρα ζούσαν στα βουνά, καμάρωναν για τη νομιμοφροσύνη τους, γιατί φοβόντουσαν το βούρδουλα. Και κανείς τους δεν τολμούσε να παρανομήσει φανερά, μα μόνο αγωνίζονταν να κρύψουν τις παραβάσεις τους απ' όλους. Και πήγαιναν αυτοί οι πρώην περιθωριακοί, στους άλλους περιθωριακούς της πόλης, τους μακρινούς από το Βασιλιά, και τους καλούσαν στα βουνά, να τους δουλώσουνε κι αυτούς στους νόμους τους, μακριά από την πόλη, και να τους κάνουν υποτακτικούς τους.

Και ο καιρός περνούσε, και κόσμος μαζευόταν στα βουνά, και οι παλιοί βολεύονταν, κι οι νέοι σκλαβώνονταν, και όλοι τους, καμάρωναν για τη νομιμοφροσύνη τους, και έβριζαν την πόλη της ελευθερίας και τους υπουργούς της. Και τα παιδιά τους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα βουνά, κι αυτά ποτέ δεν είχαν ζήσει στην πόλη, και ποτέ δεν είχαν γνωρίσει τον Βασιλιά. Μόνο να βρίζουν ήξεραν τους υπουργούς της, και την πόλη της "ασυδοσίας". Και αν και ένιωθαν την καταπίεση των νόμων των βουνών, κι ήξεραν τις κρυφές παρανομίες τους, νόμιζαν ότι έτσι έπρεπε να ζει ο άνθρωπος, και έχαιραν για τη ζωή τους.

Μα σαν μεγάλωσαν τα τέκνα των αποστατών, και έγιναν παλικάρια, τα έστειλαν κι αυτά στην πόλη να κουρσέψουνε κατοίκους, και να τους φέρουνε κι εκείνους στα βουνά. Τους είπανε να πάνε στους περιθωριακούς, στα πρώτα σπίτια. Και να μη μπούνε πιο βαθιά στην πόλη, κοντά στο παλάτι του βασιλιά, γιατί εκεί υπήρχαν δυσκολίες. Έτσι τους είπαν, κι έφυγαν αυτά για τα όρια της πόλης. Κι άρχισαν να μαζεύουνε κι αυτά για τα βουνά τους, σκλάβους.

Εύκολη καθώς ήτανε η άγρα σκλάβων στα όρια της πόλης, οι νέοι ξεθαρρέψανε, και θέλησαν να κάνουνε γιουρούσι και πιο μέσα. Περίμεναν ν' ακούσουνε βρισιές και βίαιη αντίσταση, όπως στους περιθωριακούς, που όμως στο τέλος τους κατάφερναν και τους νικούσαν. Μα τίποτα απ' αυτά δεν συναντήσανε. Αντίθετα! Τους καλοδέχτηκαν οι μέσα άνθρωποι της πόλης. Με αγάπη τους φιλέψανε απ' το υστέρημά τους. Και τους μιλήσανε σοφά, τους δώσαν και προμήθειες. Κι αμήχανοι δεν τόλμησαν την πόλη να κουρσέψουν. Γυρίσαν πάλι στα βουνά, μα σκέπτονταν την πόλη...

Όταν γυρίσανε ξανά στην πόλη που τους έστειλαν, προσπέρασαν με προσοχή τα σπίτια που ήταν στην άκρη. Και μπήκαν πάλι στα βαθιά, μα όχι για να κουρσέψουν. Μπήκανε να μιλήσουνε, να δούνε και να μάθουν. Γιατί αλλιώς τα λέγανε αυτοί που τους έστελναν, και αλλιώς τα έβρισκαν οι νέοι. Αντί για τη διαφθορά των περιθωριακών, έβλεπαν καλοσύνη και αγάπη. Αντί για ύβρεις, έβρισκαν ζεστασιά, συμβουλή και σοφία. Κι αντί για διεφθαρμένους υπουργούς, έβρισκαν αγίους! Έβρισκαν αυτά που οι πατέρες τους ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να βρουν, εκεί στα όρια της πόλης που κατοικούσαν τότε. Και πάνω απ' όλα, οι νέοι έβρισκαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!

Γύρισαν στα βουνά οι νέοι με μισή καρδιά και με άδεια χέρια. Και οι παλιοί τους έβρισαν, τους χτύπησαν και τους μαστίγωσαν! Τους απαγόρευσαν να ξαναμπούν βαθιά στην πόλη. Μα μόνο στα όρια θα έπρεπε να γυροφέρνουν, για να μαζεύουν περιθωριακούς. Και πολλοί απ' αυτούς φοβήθηκαν, και συμμορφώθηκαν. Μα μερικοί δεν άντεχαν. Έβλεπαν πλέον τα βουνά με τη σωστή μορφή τους: Άγονα βράχια. Και έβλεπαν τους νόμους των βουνών, κι αυτούς με τη σωστή μορφή: Νόμους σκληρούς και άτεγκτους, ανάξιους γι' ανθρώπους. Και ξέφυγαν, και έτρεξαν να μπουν ξανά στην πόλη.

Προσπέρασαν με σπουδή τα πρώτα σπίτια, και έψαξαν τους φίλους τους, αυτούς που είχαν γνωρίσει, τους πιο πιστούς του Βασιλιά, στα μέσα - μέσα σπίτια, στη φωταγωγημένη πόλη. Και ζήτησαν να γνωρίσουν τον Βασιλιά, και τους νόμους του. Ζητήσανε να μείνουνε στην πόλη, σε κάποιο σπίτι εκεί κοντά του.

Τότε οι φίλοι του Βασιλιά τους έλουσαν με νερό και τους καθάρισαν, και τους άλειψαν με λάδι, να είναι λαμπεροί. Και τους εισήγαγαν στον Βασιλιά. Κι εκείνος όχι μόνο τους καλοδέχτηκε, αλλά τους υιοθέτησε, και τους έδωσε λευκή στολή, και τους εκπαίδευσε στο νόμο, στον πόλεμο, στη σοφία και στην ελευθερία. Και τους έκανε αξιόμαχους, περισσότερο απ' τους παλιούς συντρόφους τους. Και τους άφησε κατά την επιθυμία τους, ακόμα και να συναντούν παλιούς συντρόφους τους, που ακόμα ζούσαν στα βουνά.
Οι άνθρωποι των βουνών, καθώς τους είδαν τρόμαξαν. Και κρύφτηκαν στις σπηλιές και στα λαγούμια. Και προτίμησαν το σκοτάδι της σπηλιάς, παρά να βλέπουν τις λευκές στολές των πρώην συντρόφων τους που άστραφταν στο φως του ήλιου. Και στην αρχή κανένας δεν τολμούσε να τους συναντήσει. Όμως σιγά - σιγά, κάποιοι παλιοί γνωστοί ξεμύτισαν, και τους συνάντησαν. Φίλοι, γνωστοί, γονείς και συγγενείς.

Κι αυτοί τους μίλησαν με αγάπη για την πόλη τους, για τους ολόφωτους στενούς της δρόμους, για τους καλοσυνάτους ανθρώπους που ζούσαν στο κέντρο της πόλης κοντά στον Βασιλιά, και για τον Βασιλιά τους και τους νόμους της ελευθερίας του. Και δίδαξαν και στους γονείς τους, αυτά που εκείνοι όφειλαν να ξέρουν και να τους πουν, αντί να φύγουν στα βουνά. Και γύρισαν στην πόλη τους μαζί με φίλους και συγγενείς, όταν τους μίλησαν, ή τους θύμισαν την ελευθερία της ολόφωτης πόλης, και τη σοφία των νόμων της.

Και τότε όλα αντιστράφηκαν. Άνθρωποι των βουνών, αναζητούσαν τη σοφία και την ελευθερία της ολόφωτης πόλης. Και οι επαναστάτες των βουνών, έτρεμαν τη συνάντηση με τους πρώην φίλους τους, τους διέσυραν στους άλλους, τους φθονούσαν, και απαγόρευαν με νόμους την επαφή μαζί τους. Για να μη μάθουν οι υποτακτικοί τους τι σημαίνει ελευθερία, και τη ζωή κοντά στον Βασιλιά.

Έτσι και οι πρώην επαναστάτες, ξεχύθηκαν παντού έξω από την πόλη. Και έγραψαν σε κάθε βράχο, και σε κάθε οδό, και σε κάθε δένδρο για την ελευθερία και τους νόμους της πόλης τους, και τόσος ήταν ο ζήλος τους, που έγραψαν στα μέτωπά τους τ' όνομα του Βασιλιά τους. Κι έτσι κανείς δεν ήταν δυνατόν να πει πως δεν τα είδε και δεν τα γνώρισε όλα αυτά. Και μέρα με τη μέρα, πυκνώνανε οι τάξεις τους, από μετανιωμένους ανθρώπους των βουνών, που λούζονταν με καθαρό νερό και αλείφονταν με λάδι, και έπαιρναν τη θέση τους κοντά στον Βασιλιά, παιδιά του υιοθετημένα. Κι όλοι μαζί ξεχύνονταν, όλο και περισσότεροι, να διαφημίσουν την ελευθερία τους στους ανθρώπους των βουνών.

Και έτσι, έξω από την πόλη, στις σκοτεινές σπηλιές και στα λαγούμια, με τον καιρό θα έμεναν μονάχα τα σκυλιά, και όποιος αγαπούσε κι ήθελε το ψεύδος (Αποκάλυψις 22/κβ: 15).

Αναζήτηση Θεού (μια καταγραφή για ανθρώπους που ξεκινούν να αναζητούν τον Θεό)

Μην ψάξεις φίλε μου να βρεις τον Θεό ψηλά στον ουρανό σαν επιστήμονας. Γιατί η γη είναι στρογγυλή, και γύρω της ο ουρανός.
 
Μην ψάξεις τον Θεό στο φως του ήλιου, ούτε στο καύμα των ηλιακών εκλάμψεων. Γιατί το φως του είναι ασύγκριτο, και η φλόγα της αγάπης του απροσμέτρητη.
Ούτε στις αμμοθύελες του Άρη θα τον βρεις, γιατί ο γνόφος του είναι πυκνότερος.

Να μην τον ψάξεις ούτε στη μεγαλοσύνη του γιγάντιου Δία, ούτε στη βίαιη ορμή των καταιγίδων του. Γιατί Εκείνος είναι Μέγας, κι ο Δίας ένας κόκκος, και κόκκος κόκκου άμμου.

Δεν θα τον βρεις ούτε στα παγωμένα τα βουνά του Γανυμίδη, γιατί η δικαιοσύνη του είναι λευκότερη από το χιόνι.
Ούτε στα δαχτυλίδια του Κρόνου θα τον βρεις, γιατί το δαχτυλίδι που Εκείνος δίνει είναι πολυτιμότερο απ’ όλους τους πλανήτες.

Μην τον ζητήσεις καν στον Πλούτωνα τον μακρινό, γιατί είναι όλοι οι πλανήτες, «βόλοι» μέσα στα χέρια του, κι Αυτός τόσο κοντά!
Μα ούτε στου Μαγγελάνου τα νέφη, ούτε στης Ανδρομέδας την αμέτρητη άμμο άστρων θα τον ανακαλύψεις, και ούτε καν στο σύμπαν όλο. Γιατί σ’ ολόκληρο το σύμπαν δεν χωράει, μάλλον αυτό χωρείται απ’ Αυτόν.


Αναζήτησέ τον σαν παιδί, πιο χαμηλά. Εδώ στη μικρή τη γη μας. Ψάξε τον στην ομορφιά ενός μικρού κι ασήμαντου λουλουδιού, κι ας μην τον βρεις ούτε κι εκεί.
Αναζήτησέ τον στο χαριτωμένο παιχνίδισμα μιας γάτας, και στο πιστό βλέμμα του σκύλου σου, κι ας μην τον συναντήσεις.

Προσπάθησε να τον διακρίνεις στα μάτια του ζητιάνου που χτυπάει την πόρτα σου, και δώσε την ελεημοσύνη σου, σαν να τη δίνεις σε Αυτόν, και ας μην τον αναγνωρίσεις.
 
Σκύψε στα δάκρυα του ορφανού και της χήρας, και πες ότι είναι δάκρυα δικά Του, και ρίξε λίγο βάλσαμο στον πόνο τους, κι ας μην μπορέσεις να Τον εννοήσεις.
Ψάχνε τον πάντα, και παντού, και κάνε το καλό με αγάπη σ’ όλους, σαν να το κάνεις σε Αυτόν, και ψάχνε πίσω από κάθε τι, και μέσα σ’ όλα να τον συναντήσεις. Κι ας μην τον αντικρίσεις.

Και τότε, δεν θα χρειαστεί να τον ανακαλύψεις, (γιατί ποτέ δεν θα μπορέσεις). Θα έρθει Εκείνος να σε βρει, γιατί σε βλέπει, και σ’ αγαπά, και σε γνωρίζει. ΚΑΙ ΘΑ Σ’ ΑΦΗΣΕΙ ΛΙΓΟ ΝΑ ΤΟΝ ΝΙΩΣΕΙΣ. Και θα ξανακρυφτεί από σένα.

Τότε θ’ αρχίσεις ΝΑ ΤΟΝ ΠΟΘΕΙΣ, όπως το ελάφι τα νερά, όπως η νύμφη τον νυμφίο, όπως ο εραστής την ερωμένη του, όπως το νεογέννητο το μητρικό το γάλα. Κι Εκείνος θα κρύβεται από σένα, και θα γελάει με το κλάμα σου χαρούμενος, όπως γελάει η μητέρα ευτυχισμένη με το κλάμα του μωρού της, όταν το βλέπει να τη θέλει τόσο πολύ, μέχρι δακρύων, κι όπως γελάει ο εραστής, που κρύβεται από την ερωμένη του στο πρώτο ραντεβού, και χαίρεται όταν εκείνη τον αναζητάει με πόθο.

Θα σε αφήνει να πέσεις από την κούνια σου, προσέχοντας μη χτυπηθείς ανεπανόρθωτα, για να γνωρίσεις την αδυναμία σου.

Όταν θα λες: «περπάτησα!» Θα σε αφήνει να σκοντάφτεις, για να ζητάς το χέρι του στα πρώτα βήματά σου.
Θα σε παρατηρεί στις δύσκολες στιγμές της εφηβείας σου, θα σε παιδαγωγεί και θα σε συμβουλεύει μυστικά, σκληρά η τρυφερά.
Κι όταν ανδρώνεσαι, θα σε διδάσκει την τέχνη του πολέμου, και θα σε μάθει χίλιες τέχνες. Και θα καλεί μπροστά σου μονομάχους, όλο και δυνατότερους, όλο και αξιότερους, και θα διδάσκεσαι από τις πτώσεις σου κι από τον πόνο σου, ώσπου να γίνεις δυνατός.


Μα τότε, πια, δεν θα τον ψάχνεις. Γιατί αργά μα σταθερά, ανεπαίσθητα, ΘΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ. Θα τον διακρίνεις γύρω σου παντού. Θα βρίσκεις μέσα σου νοήματα που ποτέ δεν διδάχθηκες, θ’ αντιλαμβάνεσαι υπάρξεις που ποτέ δεν είδες. Θα βρίσκεις δύναμη που ποτέ δεν είχες. Θα Τον γνωρίζεις, και θα τον εμπιστεύεσαι. Κι Εκείνος, θα γίνεται σιγά σιγά μοναδική σου σκέψη και λαχτάρα…

…Ώσπου η φωνή Του ν’ ακουστεί μεσ’ την καρδιά σου. Και τότε, θα τον πεις: «Πατέρα!» και θα τον νιώθεις να σου λέει: «Παιδί μου!» Θα ψάλλετε μαζί και θα γιορτάζετε στις δυσκολίες, και η φωνή Του θα’ ναι πια για σένα τόσο γνώριμη! Θ’ ακούς, και θα γελάς με αυτούς που τον αναζητούν ακόμα, Εκείνον που για σένα θα’ ναι πια ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Και θ’ απομένει η επίγνωση κι ο γάμος…

Η μετάνοια έχει αρχοντιά, όχι μιζέρια

Έχεις κάνει ένα λάθος.
Το ότι το κατάλαβες είναι πολύ καλό.
Μην το παιδεύεις όμως πολύ. Μην αρχίζεις να το αναλύεις. Μην μπαίνεις στην διαδικασία συζήτησης με τον λογισμό σου.Έκανες το λάθος και το κατάλαβες. Τώρα πάνε παρακάτω. Μην μένεις στο λάθος, στην αμαρτία σου. Μην αρχίζεις να μιζεριάζεις. Αυτό δεν είναι μετάνοια.
 


Η μετάνοια έχει αρχοντιά, όχι μιζέρια. 

Μετανόησε και άσε το λάθος σου πίσω.
Πολλές φορές δυστυχώς ακόμα και την μετάνοιά μας την κάνουμε επιτηδευμένη. Μπαίνουμε δηλαδή σε μία διαδικασία διεξοδικής ανάλυσης της αμαρτίας με αποτέλεσμα να μένουμε στην αμαρτία, να ασχολούμαστε με την πτώση μας και δεν προχωρούμε στην ανάστασή μας.
Ασχολούμαστε με την πληγή μας, την ξύνουμε, την περιεργαζόμαστε και δεν προχωρούμε στην ίασή της.
Πολλοί είναι εκείνοί που ενώ έχουν καταλάβει την αμαρτία τους, ενώ λένε ότι έχουν μετανοήσει δεν επισφραγίζουν την μετάνοιά τους με το Μυστήριο της Εξομολογήσεως.
Και αυτό συμβαίνει διότι ενώ συνειδητοποιούν το σφάλμα τους δεν έχουν την ταπείνωση να ζητήσουν βοήθεια και έλεος.
Προφασίζονται ότι δεν είναι άξιοι να προσέλθουν στο Μυστήριο, ότι είναι τόσες πολλές και βαριές οι αμαρτίες τους που ο πνευματικός δεν θα τις αντέξει, ότι ο Θεός δεν μπορεί να τις συγχωρήσει.
Πλάνη. Εγωισμός.

Είναι κρίμα οι άνθρωποι αυτοί που ενώ κατάλαβαν την αμαρτία τους να μένουν στην αμαρτία τους από ντροπή και εγωισμό απαριθμώντας δικαιολογίες για να μην βγούνε από το σκοτάδι στο φως.


Όταν συνηθίσεις να ζεις μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο είναι επίπονο να βγεις έξω στην ηλιόλουστη φύση. Στην αρχή τα μάτια σου δεν θα αντέχουν το φως, μπορεί να νιώσεις δυσφορία και πόνο όμως μετά από μερικά λεπτά θα δεις τι έχανες τόσο καιρό, θα δεις τα χρώματα της ζωής, θα νιώσεις την θέρμη του φωτός.


Όλοι είμαστε αμαρτωλοί, κάποιοι ταπεινώνονται και ομολογούν την αμαρτία τους και καθαρίζονται δια του Μυστηρίου και κάποιοι άλλοι απλά συνεχίζουν να ζούνε μέσα στην μιζέρια της ταπεινοσχημίας τους, έχοντας αναγάγει την μετάνοια σε μία συναισθηματική κατάσταση.


Αμάρτησες; Μην καθυστερείς. Σήκω.
Έκανες ένα λάθος, χίλια λάθη. Ε, και;
Υπάρχει η μετάνοια και η εξομολόγηση. Υπάρχει ελπίδα.
Ο Θεός πάντα μας δέχεται. Πάντα μας περιμένει. Αρκεί να θέλεις και εσύ να γυρίσεις πίσω σ’Αυτόν.
Γι’αυτό πάψε να μιλάς για την αμαρτία σου. Πάψε να είσαι κολλημένος στο παρελθόν. Η ζωή σου ανοίγεται μπροστά σου.


Είσαι αυτός που θα γίνεις. Όχι αυτός που ήσουν.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Υπάρχει η Μετενσάρκωση;

Μία ευρύτατα διαδεδομένη θρησκευτική διδασκαλία, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, είναι η διδασκαλία τής μετενσάρκωσης. Σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία, όταν κάποιος πεθαίνει, η ψυχή του μεταβαίνει σε ένα άλλο σώμα, με μία νέα προσωπικότητα, όπου ζει μία καινούργια ζωή.

Γενικά περί μετενσάρκωσης

Υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτής τής διδασκαλίας, μεταξύ τών διαφόρων θρησκειών. Κυρίως είναι γνωστή η εκδοχή τού Βουδισμού, που πιστεύει ότι ο τελικός σκοπός τής ψυχής, είναι να ξεφύγει απ' αυτό τον ατέρμονα κύκλο τών συνεχών ενσαρκώσεων, και να καταλήξει στη Νιρβάνα, δηλαδή στην κατάσταση τής ανυπαρξίας!

Άλλοι πιστεύουν ότι η μετανσάρκωση συμβαίνει μόνο από από άνθρωπο σε άνθρωπο, άλλοι ότι συμβαίνει μόνο μεταξύ νοημόνων όντων, (ανθρώπων - αγγέλων - θεών), και άλλοι ότι συμβαίνει και σε ζώα, ακόμα και σε φυτά ή ορυκτά!

Στη Δύση, η διδασκαλία τής μετενσάρκωσης συναντάται κυρίως στα ποικίλα ρεύματα τής ΄΄Νέας Εποχής΄΄. Εδώ, εμφανίζεται συνήθως σε μία πιο ΄΄Δυτικοποιημένη΄΄ εκδοχή: Ότι δηλαδή ο σκοπός τής μετενσάρκωσης είναι η πρόοδος, και η αναγέννηση σε μία ανώτερη μορφή ζωής, και όχι η εξαφάνιση.

Οι παραπάνω διδασκαλίες, είναι όχι απλώς ξένες, αλλά και εντελώς ασυμβίβαστες με τη Χριστιανική διδασκαλία. Η διδασκαλία τής μετενσάρκωσης, αν και συναντάται σε ποικίλες μορφές, συνήθως διδάσκει ότι η προσωπικότητα είναι κάτι που μεταβάλεται από ενσάρκωση σε ενσάρκωση, ακόμα και αποροφάται από μία απρόσωπη θεότητα, και εξαφανίζεται σαν τη σταγόνα στον ωκεανό.

Κάτι τέτοιο όμως, είναι αντίθετο με τη Χριστιανική πίστη, όπου και ο Θεός, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, έχει τη δική του προσωπικότητα, η οποία διατηρείται για πάντα, και ο καθένας συνεχίζει να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Στο Χριστιανισμό, η διδασκαλία τής ανάστασης, διδάσκει ότι το πρόσωπο που πέθανε θα λάβει πάλι σώμα, θα ξαναζήσει με τα συγκεκριμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που είχε πριν πεθανει, αναγνωρίζοντας τον εαυτό του.

Η αναγκαιότητα τής θεωρίας τής Μετενσάρκωσης

Ας δούμε όμως περιληπτικά μερικά από τα προβλήματα που παρουσιάζει η διδασκαλία τής μετενσάρκωσης. Και ας ξεκινήσουμε από την αναγκαιότητα ανάπτυξης μιας τέτοιας θεωρίας, που δεν είναι άλλη από την προσπάθεια εξήγησης τού κακού, και την ικανοποίηση τού ανθρώπου για δικαιοσύνη.

Κάθε άνθρωπος στέκεται εκστατικός μπροστά στην αδικία τού κόσμου μας. Η ανθρώπινη δυστυχία συμπορεύεται με τη δυστυχία τής υπόλοιπης κτίσης, και ο καθένας μας έχει δακρύσει μπροστά σε εικόνες δυστυχίας και αδικίες. Γιατί λοιπόν όλα αυτά; Ποιο το βαθύτερο νόημά τους; Επειδή, αν υπάρχει μόνο η ζωή που βλέπουμε και ζούμε, τότε όλα είναι άδικα και μάταια. Ποιος θα αποζημιώσει τον κάθε άνθρωπο που πεθαίνει αδικημένος; Ποιος θα ανταποδώσει την αδικία αυτού που αν και αδίκησε ζει και πεθαίνει ευτυχισμένος;

Τέτοια ερωτήματα, φαίνεται να παίρνουν μια ρηχή απάντηση, με τη διδασκαλία τής μετενσάρκωσης, για ανθρώπους που ποτέ δεν άκουσαν τη Χριστιανική διδασκαλία για την ύπαρξη τού κακού.

Κατ' αυτούς, όταν ο αδικημένος πεθαίνει, η επόμενη μετενσάρκωσή του, διέπεται από το νόμο τού Κάρμα, που ορίζει ότι σε μία επόμενη μετενσάρκωση, ο αδικημένος θα ανταμοιφθεί, ενώ αυτός που αδίκησε θα λάβει πίσω την αδικία που έκανε. Ο αδικημένος, θα είναι ένα ανώτερο πλάσμα ή ένας ευτυχής άνθρωπος, ενώ αυτός που τον αδίκησε θα είναι ένας ζητιάνος, ή ένα κακό αιμοδιψές ζώο. Έτσι, ικανοποιείται το αίσθημα δικαιοσύνης τού ανθρώπου, και η δυστυχία δεν φαντάζει τόσο τρομερή.

Είναι όμως λογικά όλα αυτά;
Μερικά από τα προβλήματα τής μετενσάρκωσης

Σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία, αν κάποιος αδικείται, αυτό είναι το κάρμα του, επειδή σε κάποια προηγούμενη ζωή, ήταν ένας κακός άνθρωπος!

Μα τότε, δεν υπάρχει αδικία, και καλώς αδικείται! Πληρώνει αυτό που τού άξιζε, και ο ανθρώπινος πόνος, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με λύπη, ούτε να γίνονται προσπάθειες για τη βοήθεια τού ανθρώπου αυτού! Ο ζητιάνος και ο άρρωστος, δεν πρέπει να ελεείται, αλλά αντιθέτως να κατηγορείται ως υπεύθυνος για την κατάντια του, επειδή σε προηγούμενη ζωή ήταν κακός! Ο καθένας, θα πρέπει να δέχεται τη μοίρα του, αδιαμαρτύρητα, χωρίς προσπάθειες βελτίωσης τής ζωής του, επειδή τού αξίζει να πληρώνει τις αδικίες μιας άλλης ζωής που όμως δεν τη θυμάται(!)

Και εδώ, υπάρχει άλλη μία ασυνέπεια τής διδασκαλίας τής μετενσάρκωσης. Εφ' όσον κάποιος δεν θυμάται την προηγούμενη ζωή του, γιατί να τιμωρείται; Ποιος ο λόγος; Είναι σαν να δέρνεις το παιδί σου, και να μη ξέρει το λόγο! Να τού λες μόνο ότι είναι κακό παιδί, και να μην ξέρει σε τι έφταιξε!

Η τιμωρία έχει νόημα μόνο στα πλαίσια τής αναμόρφωσης, και όχι για την απλή ανταπόδωση! Αν το Κάρμα απλά ανταποδίδει, τότε δεν είναι ένας δίκαιος, αλλά ένας εκδικητικός νόμος. Η ανταπόδωση τού Κάρμα, θα είχε νόημα, μόνο στην περίπτωση που ο καθένας θα θυμόταν τις προηγούμενες ζωές του, και θα ήξερε γιατί τιμωρείται, ώστε να μη το επαναλάβει.

Μα κι έτσι ακόμα, ο άνθρωπος θα είναι προσεκτικός, ώστε να εξελιχθεί σε ανώτερες μετενσαρκώσεις, ώσπου να αποκτήσει η ψυχή του εμπειρίες, και να γίνει ένα με τη θεότητα! Ίσως πει κάποιος.

Παραμένουν όμως πολλά αναπάντητα ερωτήματα, όπως: Εντάξει ο άνθρωπος. Όταν όμως ένας κακός μετενσαρκώνεται σε ένα κακό ζώο, τότε πώς θα ανεβεί σε ανώτερες μετενσαρκώσεις; Το κακό ζώο, δεν θα μετενσαρκωθεί με τη σειρά του σε κάτι χειρότερο;

Και ας πούμε ότι πράγματι όλα τα όντα, είναι τμήματα τού παντογνώστη Θεού, (όπως λέει η ανατολική φιλοσοφία). Αν λοιπόν αυτό το ον είναι παντογνώστης, τότε γιατί χρειαζόταν να μοιραστεί σε τόσα κομμάτια ώστε να αποκτήσουν εμπειρίες, και να τις επιστρέψουν σ' αυτόν; Εφ' όσον τα ξέρει όλα, τι χρειάζεται τις εμπειρίες;

Αν τα όντα δεν παραμένουν ξεχωριστά πρόσωπα, αλλά χάνουν τις προσωπικότητές τους, τελικά σε τι εξυπηρετεί όλη αυτή η ταλαιπωρία τόσων ενσαρκώσεων, για να επιστρέψουν στο τίποτα τής Νιρβάνα;

Και αν το απόλυτο ΄Ενα από το οποίο υποτίθεται ότι προήλθαν όλα τα όντα, είναι όντως ο ύψιστος βαθμός εξέλιξης, τότε από πού προήλθαν τα κακά όντα; Θα έπρεπε να προέλθουν από κάτι κακό! Κάτι με τόσο υψηλό βαθμό εξέλιξης, δεν είναι δυνατόν να κακοποιεί!

Και τα μικρόβια και τα σκουλήκια, από πού προήλθαν; Γιατί δεν είναι δυνατόν να πεις ότι ένα σκουλήκι έχει καλή ή κακή ψυχή! Από πού μετενσαρκώθηκαν αυτά; Και βάσει ποιών καλών πράξεων θα προοδεύσουν;

Τέλος, εφ' όσον το Κάρμα είναι αυτό που οδηγεί κάποιον στο να μετενσαρκωθεί σε κάτι καλό ή κακό, τότε το ίδιο το Κάρμα είναι ο πραγματικός φταίχτης της αδικίας στον κόσμο! Τότε το Κάρμα φταίει για τα όσα παθαίνει κάποιος, και όχι αυτός που τον αδίκησε, μια και τόσο ο αδικούμενος όσο και ο αδικών, είναι απλώς ηθοποιοί μιας προκαθορισμένης παράστασης, βάσει κάποιων ΄΄ηθικών΄΄ νόμων!

Έτσι το Κάρμα ανάγεται στον ύψιστο ρυθμιστή τού σύμπαντος, ανώτερο ακόμα και από το απόλυτο Ένα, το οποίο είναι υποχρεωμένο να συντίθεται ή να αποσυντίθεται σε άλλα όντα, βάσει τού νόμου τού Κάρμα.

Μα τότε, αν το Κάρμα είναι η ύψιστη δύναμη και αιτία στο σύμπαν, τότε αυτό είναι ο Δημιουργός, και πρέπει να είναι κατ' ανάκην νοήμων και δίκαιος, και όχι μια τυφλή δύναμη, ο άδικος φταίχτης όλων τών δεινών!

Τότε, το απόλυτο Ένα δεν είναι ούτε παντογνώστης, ούτε η πρώτη αιτία, και υπόκειται σε περιορισμούς ή μεταβολές λόγω τού νόμου τού Κάρμα, και δεν μπορεί να είναι έξω από το χώρο και το χρόνο, και συνεπώς δεν είναι άκτιστο, όπως υποτίθεται ότι είναι.


Εναλακτικές ερμηνείες τών αναδρομών

Μα αν όλα αυτά είναι λάθος, πώς μπορούν να εξηγηθούν οι ΄΄αναδρομές΄΄ σε άλλες ζωές που γίνονται με τη βοήθεια τού υπνωτισμού;

Πράγματι, πολλοί πιστεύουν στη μετενσάρκωση, όχι για τη φιλοσοφική της αρτιότητα, αλλά επειδή παρακολούθησαν μια τέτοια αναδρομή, ή επειδή έμαθαν για κάποιον που ΄΄θυμήθηκε΄΄ γεγονότα από τη ζωή κάποιου άλλου, χωρίς ποτέ να τα έχει ζήσει, ή να τον έχει γνωρίσει. Όταν όμως υπάρχει εναλακτική απάντηση για τη λειτουργία ενός φαινομένου, είναι λάθος να αποδεχόμαστε μια θεωρία όπως τής μετενσάρκωσης, που περιέχει τόσες αντιφάσεις.

Ας δούμε τρεις τέτοιες εναλακτικές εξηγήσεις.
Η πρώτη, είναι ότι υπάρχει κάποιος ψυχικός δεσμός μεταξύ τών ανθρώπων, μια και ανήκουν στην ίδια φύση. Έτσι, κάτω από κάποιες καταστάσεις όπως ο υπνωτισμός, μπορεί ένας άνθρωπος να αντλεί μνήμες από τη ζωή κάποιου άλλου, και να τις θυμάται ως δικές του, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ' ανάγκην ότι είχε ζήσει ο ίδιος αυτά τα γεγονότα σε μια άλλη ζωή.

Η δεύτερη, είναι ότι στο σύμπαν μας υπάρχουν κι άλλες διαστάσεις, οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές. Έτσι, πάλι κάτω από κάποιες καταστάσεις, μπορεί ένας να έχει τη δυνατότητα να δει συμβάντα και γεγονότα άλλων σημείων του χώρου και τού χρόνου, πράγμα που εκλαμβάνεται ότι τα γεγονότα τα έζησε ο ίδιος.

Η τρίτη τέλος, (και η πιθανότερη για τον γράφοντα), είναι ότι πνευματικά όντα που έχουν συμφέρον να διαδοθεί η διδασκαλία τής μετενσάρκωσης, υποβάλουν στον υπνωτιζόμενο εντυπώσεις από πράγματα που συνέβησαν σε κάποιον άλλον, σε άλλες εποχές, για να πείσουν τους βλέποντες ότι η μετενσάρκωση υπάρχει. Τουλάχιστον, κάποιοι από εμάς που παρακολουθήσαμε τέτοιου είδους αναδρομές, αυτή την εντύπωση σχηματίσαμε, από τα όσα έλεγε ο υπνωτιζόμενος για ΄΄κάποιον΄΄ που ερχόταν σ' αυτόν.

Αλλά για όσους θέλουν να πιστεύουν από εμπειρίες, θυμίζουμε τις αμέτρητες εμπειρίες Χριστιανών, όταν είχαν επαφή με πεθαμένα πρόσωπα που αναγνώριζαν τον εαυτό τους, ή ακόμα και με τον ίδιο τον ζώντα Ιησού Χριστό, και που τους διαβεβαίωσαν για την πραγματικότητα τής ανάστασης, και για το λάθος τής μετενσάρκωσης.

Το πρόβλημα τού κακού

Μετά από την περίληψη τών προβλημάτων αυτής τής εσφαλμένης θεωρίας, ας δούμε με λίγα λόγια τη Χριστιανική άποψη για το πρόβλημα τού κακού, και πώς αυτό λύνεται χωρίς προβλήματα στα πλαίσια τού Χριστιανισμού.

Το κακό, είναι αιτία τών δικών μας επιλογών, ως ελευθέρων πλασμάτων. Φυσικά, δεν τελειώνουν όλα σε αυτή την άδικη ζωή. Οι σημερινές αδικίες θα δικαιωθούν, όταν στην ανάσταση ο καθένας θα λάβει κατά τη δικαιοκρισία τού Θεού το σώμα που τού αξίζει, σύμφωνα με το πώς έζησε στη ζωή του. Και θα είναι ο καθένας ξεχωριστό πρόσωπο, και θα θυμάται καλά τι έχει κάνει.

Τότε στην ανάσταση, το κάθε πρόσωπο, θα συνεχίσει να υπάρχει ως πρόσωπο, σε μία κοινωνία αγάπης μεταξύ προσώπων, σε ενότητα με τον προσωπικό παντοδύναμο Θεό τού σύμπαντος, κι όχι ως απρόσωπη σταγόνα σε κάποια απρόσωπη Νιρβάνα.

Η θαυμαστή εμφάνιση τής Αγίας Τριάδος στον Ρώσο άγιο Αλέξανδρο τού Σβιρ

Το μέγα αυτό θαύμα έγινε ως εξής:

Το έτος 1508 σε ηλικία 60 ετών ο όσιος Αλέξανδρος άρχισε να ασκείται με αγώνες που υπερβαίνουν την ανθρώπινη δύναμη σε πείνα, δίψα και στην αντοχή του ψύχους, ελπίζοντας ότι με το πρόσκαιρο αυτό ψύχος του χειμώνα θα αποφύγει τη μέλλουσα αιώνια κόλαση.

Οι δαίμονες όμως, βλέποντας να καταπολεμούνται απ' τον Όσιο και καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο να εξοστρακιστούν απ' αυτόν, προσπάθησαν απ' την αρχή να τον τρομοκρατήσουν. Εμφανίζονταν άλλοτε μεν σαν θηρία και άλλοτε σαν φίδια που έτρεχαν κατεπάνω του με συριγμούς και θηριώδη αγριότητα και του προκαλούσαν πολλούς άλλους πειρασμούς.


Μια νύχτα ο όσιος Αλέξανδρος πήγαινε προς το μοναχικό ερημητήριο του οπού συνήθιζε να προσεύχεται μόνος του, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων, σαν να 'ταν στρατός πολύς, και άρχισαν να πηδούν κατεπάνω του με μανία, να τρίζουν τα δόντια τους, ενώ απ' το στόμα τους φαινόταν έβγαινε μια μεγάλη φλόγα και με λύσσα να του φωνάζουν:

Φύγε, φύγε απ' αυτόν τον τόπο, αναχώρησε γρήγορα απ' εδώ, για να μην πεθάνεις με θάνατο κακό.

Ο Όσιος όμως, σαν καλός μαχητής του Ιησού Χριστού οπλισμένος με προσευχή, δεν τρομοκρατήθηκε καθόλου απ' αυτούς, γιατί γνώριζε την ασθενική δύναμή τους. Και η προσευχή, του έβγαινε από το στόμα του σαν πύρινη φλόγα και κατέκαψε και αφάνισε όλες τις ανίσχυρες λεγεώνες των δαιμόνων.

Ο όσιος Αλέξανδρος συνέχισε τότε το δρόμο του και ήρθε στο μοναχικό ερημητήριο του όπου έκανε τις συνηθισμένες προσευχές του στο Θεό, οπότε ξαφνικά ένας άγγελος με λαμπρά ενδύματα παρουσιάστηκε μπροστά του. Βλέποντας τον ο Όσιος αισθάνθηκε φόβο και τρόμο και πέφτοντας στο έδαφος έμεινε εκεί σαν νεκρός. Ο άγγελος τον έπιασε από το χέρι και του είπε:

Είμαι άγγελος Κυρίου και ο Θεός με έστειλε να σε διαφυλάξω απ` όλες τις απάτες του πονηρού διαβόλου και να σού υπενθυμίσω τα θεια οράματα που είχες δει σ' αυτόν τον τόπο που έχεις εγκατασταθεί - γιατί οι εντολές Του πρέπει να εκτελεστούν - ο Κύριος σε εξέλεξε να γίνεις οδηγός σε πολλούς για τη σωτηρία τους. Σού δηλώνω ότι το θέλημα του Θεού είναι να χτίσεις σ' αυτόν τον τόπο μια εκκλησία στο όνομα της Αγίας Τριάδος, να συγκεντρώσεις αδελφούς και να ιδρύσεις μοναστήρι.

Κι αφού είπε αυτά ο άγγελος έγινε άφαντος.

Ο όσιος Αλέξανδρος όμως αγαπούσε την ησυχία και ήθελε να ζήσει σ' αυτή όλες τις μέρες της ζωής του - γι' αυτό προσευχόταν όλο και περισσότερο στο Θεό να τον ελευθερώσει από κάθε απάτη του εχθρού. Κάποτε που είχε απομακρυνθεί απ' την καλύβα του και όπως το συνήθιζε προσευχόταν μερικές ώρες συνέχεια, ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι ο άγγελος Κυρίου και του είπε:

-Αλέξανδρε, όπως σου είπα την προηγούμενη φορά, φτιάξε μια εκκλησία, συγκέντρωσε αδελφούς και ίδρυσε μοναστήρι, γιατί πολλοί που επιζητούν να σωθούν θα έρθουν σε σένα και πρέπει να τους οδηγήσεις «εις οδόν σωτηρίας».

Και λέγοντας αυτά ο άγγελος έγινε και πάλι άφαντος.

Κατά το 1508 πάλι, που ο Όσιος συμπλήρωνε τον 23ο χρόνο σ' αυτή την έρημο κι ενώ ήταν στο ερημικό κελί του μια νύχτα και κατά τη συνήθεια του προσευχόταν, ξαφνικά στο σημείο που βρισκόταν έλαμψε ένα μεγάλο φως. Ο Όσιος ξαφνιάστηκε και σκέφτηκε: «Τι να σημαίνει αυτό;» Και αμέσως είδε τρεις ανθρώπους να έρχονται προς αυτόν ντυμένοι με λαμπρά, λευκά ενδύματα. Ήταν ωραιότατοι και αγνοί, λάμποντας περισσότερο απ' τον ήλιο και αστράφτοντας με μια ανέκφραστη ουράνια δόξα. Καθένας τους κρατούσε στο χέρι κι ένα σκήπτρο.

Όταν τους είδε ο Όσιος έτρεμε ολόκληρος, γιατί τον κατέλαβε φόβος και τρόμος Και μόλις συνήλθε λίγο προσπάθησε να τους προσκυνήσει μέχρι το έδαφος. Εκείνοι όμως τον έπιασαν απ' το χέρι, τον σήκωσαν και του είπαν:

Έχε ελπίδα, μακάριε, και μη φοβάσαι.

Και ο Άγιος είπε:

-Κύριοί μου, εάν βρήκα κάποια χάρη ενώπιον σας, πέστε μου ποιοι είστε που, ενώ έχετε τόση δόξα και λαμπρότητα, καταδεχθήκατε να έρθετε προς το δούλο σας, γιατί ποτέ μου δεν είδα κανένα με τέτοια δόξα όπως εσείς.

Εκείνοι του απάντησαν:

-Μη φοβάσαι, άνθρωπε θείων επιθυμιών, γιατί το Άγιο Πνεύμα ευαρεστήθηκε να κατοικήσει σε σένα για την αγνότητα της καρδιάς σου και όπως σου προείπα πολλές φορές έτσι και τώρα σου λέω ότι πρέπει να φτιάξεις εκκλησία, να συγκεντρώσεις αδελφούς και να δημιουργήσεις μοναστήρι, γιατί με σένα ευδόκησα να σώσω πολλές ψυχές και να τους φέρω στην επίγνωση της αλήθειας.

Ακούγοντας αυτά ο Όσιος γονάτισε και πλημμυρισμένος από δάκρυα είπε:

- Κύριέ μου, ποιος είμαι εγώ ο αμαρτωλός, ο χειρότερος απ' όλους τους ανθρώπους, που θα ήμουν άξιος ν' αναλάβω τέτοιες ευθύνες, σαν κι αυτές για τις οποίες μου μίλησες; Είμαι αδύνατος για ν' αποδεχτώ τέτοια αποστολή. Γιατί εγώ ο ανάξιος δεν ήρθα σ' αυτόν τον τόπο για να κάνω αυτά που με προστάζεις, αλλά μάλλον για να κλάψω τις αμαρτίες μου.

Μόλις είπε αυτά ο Όσιος κειτόταν κάτω στο έδαφος και ο Κύριος τον έπιασε πάλι απ' το χέρι, τον σήκωσε και του είπε:

-Σήκω όρθιος, πάρε θάρρος και δύναμη και κάνε όλα όσα σε πρόσταξα.

Ο Όσιος απάντησε:

- Κύριε μου, μη θυμώνεις μαζί μου που τόλμησα να σου αντιμιλήσω - πες μου, σε τίνος το όνομα θέλεις να τιμάται ή εκκλησία που η αγάπη Σου για το ανθρώπινο γένος θέλει να χτιστεί σ' αυτόν τον τόπο;


Και ο Κύριος είπε στον Όσιο:

Όπως βλέπεις τον ένα να σου μιλάει με τρία πρόσωπα, φτιάξε την εκκλησία στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της Αγίας Τριάδος «εν μια τη ουσία». Σου αφήνω την ειρήνη Μου και η ειρήνη Μου που σου χαρίζω θα είναι μαζί σου.

Και ξαφνικά ο Όσιος είδε τον Κύριο με απλωμένα φτερά να βαδίζει στο έδαφος, σαν να περπατούσε με τα πόδια, και μετά έγινε άφαντος.

Ο όσιος Αλέξανδρος ήταν συνεπαρμένος από πολλή χαρά και φόβο και ευχαρίστησε θερμά γι' αυτό το Θεό, που τόσο αγαπάει το ανθρώπινο γένος. Μετά άρχισε να σκέπτεται πώς και πού θα χτίσει την εκκλησία. Αφού σκέφτηκε πολύ και προσευχήθηκε γι' αυτό στο Θεό, άκουσε ξαφνικά μια μέρα μια φωνή να του μιλάει από ψηλά. Κοιτάζοντας προς τα πάνω ο Όσιος είδε έναν άγγελο του Θεού που φορούσε μανδύα και κουκούλια να στέκεται στον αέρα με απλωμένα φτερά και με τον ίδιο τρόπο που άλλοτε εμφανίστηκε στο μεγάλο Παχώμιο, με τα χέρια του τεντωμένα προς τον ουρανό να λέει: «Είς Άγιος, είς Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν». Και μετά είπε στον Όσιο:

- Αλέξανδρε, ας χτιστεί ή εκκλησία σ' αυτόν τον τόπο στο όνομα του Κυρίου που εμφανίστηκε σε σένα με τρία πρόσωπα, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της αδιαιρέτου Τριάδος.

Και λέγοντας αυτά σημείωσε στον τόπο εκείνο το σημείο του σταυρού με το χέρι του και έγινε άφαντος. Ο Όσιος ευφράνθηκε πολύ με το όραμα αυτό, δοξολόγησε το Θεό που δεν παρείδε τη δέησή του και στο σημείο αυτό τοποθέτησε ένα σταυρό.